- ψαλτήρ
- -ῆρος, ὁ, Α(κατά τον Ησύχ.) ψάλτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάλλω + επίθημα -τήρ (πρβλ. ἐπαγγελ-τήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa … Dictionary of Greek
ՍԱՂՄՈՍՈՂՈԳ — (ի, աց.) NBH 2 0691 Chronological Sequence: Early classical, 8c գ. ψαλτήρ psaltes, cantor. Սաղմոսասաց դպիր. փսաղտ. (ʼի բայէս ոդել. յն. լէ՛ղօ. կամ աղաղակել. յն. օլօլի՛ղօ. լտ. ուլու՛լօ ). կամ աղաղակել). *Թէ՛ կէս սարկաւագաց, եւ թէ՛ սաղմոսողոգ: Չէ՛… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՓՍԱԼՏ — (ի, աց.) NBH 2 0963 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 12c գ. ՓՍԱԼՏ ՓՍԱՂՏ. յն. փսա՛լդիս, փսալդի՛ռ. ψάλτης, ψαλτήρ, ἰεροψαλτής psaltes, psalta, psalmista, cantor. Սաղմոսասաց. սաղմոսանուագ. սաղմոսերգու. երգիչ. դպիր. *Ի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)